- σίγμα
- το(λ. σημιτ.), άκλ., γράμμα του αλφάβητου (Σ, σ, ς).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σῖγμα — shin indeclform (indecl) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίγμα — σῖγμα shin indeclform (indecl) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίγμα — το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῑμμα Α άκλ. το δέκατο όγδοο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου («κάμηλος κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... σίγμα», πάπ.) νεοελλ. 1. βιολ. α) υπομονάδα τής βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην αναγνώριση… … Dictionary of Greek
σῖγμ' — σῖγμα , σῖγμα shin indeclform (indecl) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίγμ' — σίγμα , σῖγμα shin indeclform (indecl) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγμοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει το σχήμα τού αρχαίου ελληνικού σίγμα , ημικυκλικός νεοελλ. 1. αυτός που έχει το σχήμα τού λατινικού σίγμα [S], δηλαδή αυτός που είναι καμπύλος και στα δύο του άκρα, αλλά προς αντίθετες διευθύνσεις 2. φρ. α) «σιγμοειδείς… … Dictionary of Greek
Σ, σ, ς — (αρχαία ελληνικά σίγμα και σΣ, σ, ςιγμα). Το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Αντιστοιχεί προς το σημιτικό shim (= δόντι, δέντρο). Στην ονομασία shim αντιστοιχεί η δωρική ονομασία σαν, ενώ η ονομασία σίγμα προέρχεται από το σημιτικό… … Dictionary of Greek
Greek alphabet — Type Alphabet … Wikipedia
Griechische Buchstaben — Frühform des griechischen Alphabets. Archäologisches Nationalmuseum, Athen Wegweiser in griechischer Schrift auf … Deutsch Wikipedia
Griechische Paläografie — Frühform des griechischen Alphabets. Archäologisches Nationalmuseum, Athen Wegweiser in griechischer Schrift auf … Deutsch Wikipedia